Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λερωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αφιερωμένος
-
ενημερωμένος
-
ιδρωμένος
-
πληρωμένος
-
χωμένος
-
σταυρωμένος
-
απελευθερωμένος
-
ενωμένος
-
ηνωμένος
-
πιωμένος
)
Συνώνυμα
βρομιασμένος
ακαθάριστος
μολυσμένος
3
Αντώνυμα
καθαρός
αγνός
αμόλυντος
3
Ορισμός
Επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι βρώμικο ή έχει λερωθεί.
Μεταφορικά, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που θεωρείται ηθικά ακατάλληλο ή ανήθικο.
2
Παραδείγματα
Ο λερωμένος πάγκος της κουζίνας χρειαζόταν καλό σφουγγάρισμα.
Μετά το πάρτι, το πάτωμα ήταν πλήρως λερωμένο από τα ποτά και το φαγητό.
Η λερωμένη του φήμη τον ακολουθούσε παντού, παρόλο που είχε αλλάξει τρόπο ζωής.
3