1. Συνώνυμα
    • βρομιασμένος
    • ακαθάριστος
    • μολυσμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • καθαρός
    • αγνός
    • αμόλυντος
    3
  3. Ορισμός
    • Επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι βρώμικο ή έχει λερωθεί.
    • Μεταφορικά, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που θεωρείται ηθικά ακατάλληλο ή ανήθικο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο λερωμένος πάγκος της κουζίνας χρειαζόταν καλό σφουγγάρισμα.
    • Μετά το πάρτι, το πάτωμα ήταν πλήρως λερωμένο από τα ποτά και το φαγητό.
    • Η λερωμένη του φήμη τον ακολουθούσε παντού, παρόλο που είχε αλλάξει τρόπο ζωής.
    3