Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκλείω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκλείσω
-
αποκλείομαι
-
αποκλεισμός
-
αποκλειστικά
-
αποκλειστικός
-
αποκλεισμένος
)
Συνώνυμα
εξαιρώ
αποκλείω
αποκλείω
απομακρύνω
4
Αντώνυμα
συμπεριλαμβάνω
επιτρέπω
αποδέχομαι
3
Ορισμός
Να μην επιτρέπω κάτι ή κάποιον να συμμετάσχει ή να εισέλθει.
Να αποκλείω κάποιον από μια δραστηριότητα ή μια ομάδα.
Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος αποκλείει τον μαθητή από το παιχνίδι λόγω κακής συμπεριφοράς.
Η εταιρεία αποκλείει την πιθανότητα συνεργασίας με άλλους προμηθευτές.
Ο νόμος αποκλείει την είσοδο ανηλίκων σε συγκεκριμένους χώρους.
3