1. Συνώνυμα
    • εξαιρώ
    • αποκλείω
    • αποκλείω
    • απομακρύνω
    4
  2. Αντώνυμα
    • συμπεριλαμβάνω
    • επιτρέπω
    • αποδέχομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να μην επιτρέπω κάτι ή κάποιον να συμμετάσχει ή να εισέλθει.
    • Να αποκλείω κάποιον από μια δραστηριότητα ή μια ομάδα.
    • Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος αποκλείει τον μαθητή από το παιχνίδι λόγω κακής συμπεριφοράς.
    • Η εταιρεία αποκλείει την πιθανότητα συνεργασίας με άλλους προμηθευτές.
    • Ο νόμος αποκλείει την είσοδο ανηλίκων σε συγκεκριμένους χώρους.
    3