Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκλειστικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
αποκλειστικός
-
αποκλειστικότητα
-
αποκλεισμός
-
αποφασιστικά
-
αποκλεισμένος
-
απελπιστικά
-
αποκλείω
-
αποκλείσω
)
Συνώνυμα
μόνο
εξαιρετικά
ειδικά
3
Αντώνυμα
γενικά
κοινώς
συνολικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο άτομο, πράγμα ή ομάδα, χωρίς να περιλαμβάνονται άλλα.
Χωρίς εξαιρέσεις ή περιορισμούς.
2
Παραδείγματα
Αυτή η προσφορά ισχύει αποκλειστικά για νέους πελάτες.
Το εστιατόριο σερβίρει αποκλειστικά θαλασσινά.
2