Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκλεισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κλεισμένος
-
αποκλεισμός
-
αποφασισμένος
-
αποκομμένος
-
αποκλειστικά
-
απελπισμένος
-
πεισμένος
-
αποκλειστικός
-
απομακρυσμένος
-
πεπεισμένος
-
αποκλείω
)
Συνώνυμα
κλεισμένος
απαγορευμένος
απομονωμένος
3
Αντώνυμα
ανοιχτός
επιτρεπτός
προσβάσιμος
3
Ορισμός
που δεν επιτρέπεται η είσοδος ή η πρόσβαση
που έχει απομακρυνθεί ή απομονωθεί
που έχει απαγορευτεί
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος είναι αποκλεισμένος λόγω εργασιών.
Ο χρήστης είναι αποκλεισμένος από το σύστημα.
Η είσοδος στην περιοχή είναι αποκλεισμένη για το κοινό.
3