1. Συνώνυμα
    • κλεισμένος
    • απαγορευμένος
    • απομονωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανοιχτός
    • επιτρεπτός
    • προσβάσιμος
    3
  3. Ορισμός
    • που δεν επιτρέπεται η είσοδος ή η πρόσβαση
    • που έχει απομακρυνθεί ή απομονωθεί
    • που έχει απαγορευτεί
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος είναι αποκλεισμένος λόγω εργασιών.
    • Ο χρήστης είναι αποκλεισμένος από το σύστημα.
    • Η είσοδος στην περιοχή είναι αποκλεισμένη για το κοινό.
    3