Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφασισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αποκλεισμένος
-
αποφασιστώ
-
βασισμένος
-
αποφασιστικά
-
απελπισμένος
-
αποφασιζω
-
αποφασιστικός
-
απομακρυσμένος
-
αποκομμένος
)
Συνώνυμα
σταθερός
επίμονος
αμετακίνητος
3
Αντώνυμα
διστακτικός
αβέβαιος
αποφασιστικός
3
Ορισμός
Που έχει πάρει μια σαφή απόφαση και δεν αλλάζει γνώμη.
Που χαρακτηρίζεται από σθεναρή θέληση και αποφασιστικότητα.
2
Παραδείγματα
Ήταν αποφασισμένος να ολοκληρώσει τη δουλειά του πριν το τέλος της ημέρας.
Μια αποφασισμένη προσπάθεια μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες επιτυχίες.
2