1. Συνώνυμα
    • θεμελιωμένος
    • στηριγμένος
    • εμπεριστατωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αβάσιμος
    • αστήρικτος
    • αβάσιμος
    3
  3. Ορισμός
    • που στηρίζεται σε συγκεκριμένα δεδομένα ή γεγονότα
    • που έχει θεμελιώδη βάση ή αιτιολογία
    • που προέρχεται από έγκυρη πηγή ή πληροφορία
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η απόφασή του ήταν βασισμένη σε αξιόπιστα στοιχεία.
    • Έκανε μια βασισμένη κριτική στο νέο βιβλίο.
    • Οι υποθέσεις του ήταν όλες βασισμένες σε επιστημονικές μελέτες.
    3