Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
βασανισμένος
-
αποφασισμένος
-
βαμμένος
-
ορισμένος
-
σκισμένος
-
εθισμένος
-
πεισμένος
-
χτισμένος
-
ραγισμένος
-
φημισμένος
-
κλεισμένος
-
φοβισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
οργισμένος
-
βασιστώ
-
σκονισμένος
-
κοιμισμένος
-
φορτισμένος
-
μαυρισμένος
-
τσατισμένος
-
κερδισμένος
-
πεπεισμένος
)
Συνώνυμα
θεμελιωμένος
στηριγμένος
εμπεριστατωμένος
3
Αντώνυμα
αβάσιμος
αστήρικτος
αβάσιμος
3
Ορισμός
που στηρίζεται σε συγκεκριμένα δεδομένα ή γεγονότα
που έχει θεμελιώδη βάση ή αιτιολογία
που προέρχεται από έγκυρη πηγή ή πληροφορία
3
Παραδείγματα
Η απόφασή του ήταν βασισμένη σε αξιόπιστα στοιχεία.
Έκανε μια βασισμένη κριτική στο νέο βιβλίο.
Οι υποθέσεις του ήταν όλες βασισμένες σε επιστημονικές μελέτες.
3