1. Συνώνυμα
    • γοητευτικός
    • συναρπαστικός
    • μαγευτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποκρουστικός
    • αντιπαθητικός
    • βαρετός
    3
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί έλξη ή ενδιαφέρον λόγω της γοητείας ή της ομορφιάς του.
    • Που έχει την ικανότητα να δελεάζει ή να προσελκύει.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η δελεαστική προσφορά του ταξιδιού μας έκανε να το αποφασίσουμε αμέσως.
    • Το δελεαστικό του χαμόγελο την έκανε να νιώσει ελκυστική.
    2