1. Συνώνυμα
    • διοικώ
    • διαχειρίζω
    • διαχειρίζομαι
    • διαχειρίζεσαι
    • διαχειρίζονται
    5
  2. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • παραμελώ
    • αφήνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να ελέγχω ή να διοικώ μια κατάσταση, ένα έργο ή μια ομάδα ανθρώπων.
    • Να χειρίζομαι με επιτυχία μια δύσκολη κατάσταση.
    • Να οργανώνω και να ελέγχω τους πόρους ή τις δραστηριότητες μιας επιχείρησης ή οργανισμού.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να διαχειριστείς τον χρόνο σου καλύτερα για να ολοκληρώσεις το έργο.
    • Η εταιρεία διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους πόρους της.
    • Ο προϊστάμενος διαχειρίζεται την ομάδα του με μεγάλη δεξιότητα.
    3