1. Λέξη
    σώζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: διασώζομαι - σκίζομαι - σκοτίζομαι - στηρίζομαι - σχετίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • διασώζομαι
    • γλιτώνω
    • προστατεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • χάνω
    • καταστρέφομαι
    • εκθέτω
    3
  4. Ορισμός
    • Προστατεύομαι από κίνδυνο, ζημιά ή απώλεια.
    • Διατηρώ τη ζωή μου ή την υγεία μου σε δύσκολες συνθήκες.
    • Εξοικονομώ ή διαφυλάττω κάτι για μελλοντική χρήση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι πυροσβέστες κατάφεραν να σωθούν από την καύσιμη πολυκατοικία.
    • Χάρη στη βοήθεια του γιατρού, ο ασθενής σώθηκε.
    • Πρέπει να σώσουμε νερό κατά τη διάρκεια της ξηρασίας.
    3