1. Συνώνυμα
    • διαχειρίζομαι
    • επεξεργάζομαι
    • χειριάζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • παρατάω
    2
  3. Ορισμός
    • Να ελέγχω ή να διαχειρίζομαι κάτι με επιδεξιότητα.
    • Να αντιμετωπίζω μια κατάσταση ή πρόσωπο με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Να χρησιμοποιώ ή να κινούμαι με τα χέρια.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Χειρίζομαι με προσοχή τα εύθραυστα αντικείμενα.
    • Πρέπει να μάθεις να χειρίζεσαι καλύτερα τους υπαλλήλους σου.
    • Ο γιατρός χειρίστηκε εξαιρετικά το χειρουργείο.
    3