1. Λέξη
    διεστραμμένος (επίθετο) - (παρόμοια: στραμμένος - κατεστραμμένος - γραμμένος - βαμμένος - θαμμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ανώμαλος
    • εκτροπικός
    • διαστρεβλωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • όρθιος
    • σωστός
    • φυσιολογικός
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει παρεκκλίνει από τη σωστή πορεία ή τη φυσιολογική κατάσταση
    • που χαρακτηρίζεται από ηθική ή πνευματική διαστροφή
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διεστραμμένος άνθρωπος δεν μπορούσε να δει τη ζωή όπως οι υπόλοιποι.
    • Η διεστραμμένη συμπεριφορά του προκάλεσε πολλά προβλήματα.
    2