Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διεστραμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στραμμένος
-
κατεστραμμένος
-
γραμμένος
-
βαμμένος
-
θαμμένος
)
Συνώνυμα
ανώμαλος
εκτροπικός
διαστρεβλωμένος
3
Αντώνυμα
όρθιος
σωστός
φυσιολογικός
3
Ορισμός
που έχει παρεκκλίνει από τη σωστή πορεία ή τη φυσιολογική κατάσταση
που χαρακτηρίζεται από ηθική ή πνευματική διαστροφή
2
Παραδείγματα
Ο διεστραμμένος άνθρωπος δεν μπορούσε να δει τη ζωή όπως οι υπόλοιποι.
Η διεστραμμένη συμπεριφορά του προκάλεσε πολλά προβλήματα.
2