1. Συνώνυμα
    • καλυμμένος
    • κρυμμένος
    • αποκρυμμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ακάλυπτος
    • ορατός
    • φανερός
    3
  3. Ορισμός
    • Που δεν είναι ορατός ή φανερός.
    • Που έχει καλυφθεί ή κρυφτεί.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο θησαυρός ήταν θαμμένος κάτω από ένα μεγάλο βράχο.
    • Τα συναισθήματά του ήταν θαμμένα και δύσκολα να τα καταλάβει κανείς.
    2