Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θαμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
βαμμένος
-
θλιμμένος
-
γραμμένος
-
αναμμένος
-
βλαμμένος
-
ξαναμμένος
-
στραμμένος
-
θυμωμένος
-
πεθαμένος
-
κλεμμένος
-
κρυμμένος
-
διεστραμμένος
)
Συνώνυμα
καλυμμένος
κρυμμένος
αποκρυμμένος
3
Αντώνυμα
ακάλυπτος
ορατός
φανερός
3
Ορισμός
Που δεν είναι ορατός ή φανερός.
Που έχει καλυφθεί ή κρυφτεί.
2
Παραδείγματα
Ο θησαυρός ήταν θαμμένος κάτω από ένα μεγάλο βράχο.
Τα συναισθήματά του ήταν θαμμένα και δύσκολα να τα καταλάβει κανείς.
2