1. Λέξη
    δουλείες (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δουλεία - δουλειά - δουλεύω - δουλειές - δουλεύουν)
  2. Συνώνυμα
    • εργασίες
    • απασχολήσεις
    • δουλειές
    • θέσεις εργασίας
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανεργία
    • αδράνεια
    • απραξία
    3
  4. Ορισμός
    • Εργασίες ή απασχολήσεις που απαιτούν προσπάθεια και χρόνο.
    • Θέσεις εργασίας ή επαγγελματικές δραστηριότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δουλείες του σπιτιού πολλές φορές είναι κουραστικές.
    • Ψάχνει για νέες δουλείες στον τομέα της πληροφορικής.
    2