Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δουλείες (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δουλεία
-
δουλειά
-
δουλεύω
-
δουλειές
-
δουλεύουν
)
Συνώνυμα
εργασίες
απασχολήσεις
δουλειές
θέσεις εργασίας
4
Αντώνυμα
ανεργία
αδράνεια
απραξία
3
Ορισμός
Εργασίες ή απασχολήσεις που απαιτούν προσπάθεια και χρόνο.
Θέσεις εργασίας ή επαγγελματικές δραστηριότητες.
2
Παραδείγματα
Οι δουλείες του σπιτιού πολλές φορές είναι κουραστικές.
Ψάχνει για νέες δουλείες στον τομέα της πληροφορικής.
2