Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δουλεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
δουλεύουν
-
δουλεύουμε
-
δουλεία
-
δουλειά
-
ξαναδουλεύω
-
δουλείες
-
δουλειές
-
συμβουλεύω
)
Συνώνυμα
εργάζομαι
απασχολούμαι
κοπιάζω
3
Αντώνυμα
ξεκουράζομαι
αράζω
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Εκτελώ εργασία ή καθήκοντα με σκοπό την παραγωγή ή την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος.
Ασχολούμαι με κάποια δραστηριότητα που απαιτεί προσπάθεια ή κόπο.
2
Παραδείγματα
Δουλεύω σε μια εταιρεία ως προγραμματιστής.
Κάθε μέρα δουλεύω στο κήπο για να είναι πάντα όμορφος.
2