1. Λέξη
    δουλειές (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δουλειά - δουλεία - δουλεύω - δουλείες - δουλεύουν)
  2. Συνώνυμα
    • εργασία
    • απασχόληση
    • επάγγελμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεργία
    • αδράνεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η εργασία ή η δραστηριότητα που ασκεί κάποιος για να κερδίσει τα προς το ζην.
    • Οι υποχρεώσεις ή οι εργασίες που πρέπει να εκτελέσει κάποιος ως μέρος της δουλειάς του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ψάχνω για δουλειά εδώ και μήνες.
    • Η δουλειά του απαιτεί πολλή υπομονή και ακρίβεια.
    2