Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δουλειές (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δουλειά
-
δουλεία
-
δουλεύω
-
δουλείες
-
δουλεύουν
)
Συνώνυμα
εργασία
απασχόληση
επάγγελμα
3
Αντώνυμα
ανεργία
αδράνεια
2
Ορισμός
Η εργασία ή η δραστηριότητα που ασκεί κάποιος για να κερδίσει τα προς το ζην.
Οι υποχρεώσεις ή οι εργασίες που πρέπει να εκτελέσει κάποιος ως μέρος της δουλειάς του.
2
Παραδείγματα
Ψάχνω για δουλειά εδώ και μήνες.
Η δουλειά του απαιτεί πολλή υπομονή και ακρίβεια.
2