Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τουριστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
οριστικός
-
τουρισμός
-
εκνευριστικός
-
χαριστικός
-
καθοριστικός
-
σοκαριστικός
-
εθιστικός
-
ολιστικός
-
πειστικός
-
περιοριστικός
-
διαχωριστικός
-
λογιστικός
-
σεξιστικός
-
ναζιστικός
-
εγωιστικός
)
Συνώνυμα
ταξιδιωτικός
περιηγητικός
2
Αντώνυμα
μη τουριστικός
τοπικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τον τουρισμό ή τους τουρίστες.
Που προορίζεται ή προσφέρεται σε τουρίστες.
2
Παραδείγματα
Η χώρα μας έχει πολλά τουριστικά αξιοθέατα.
Ο τουριστικός οδηγός περιέχει πληροφορίες για όλα τα μουσεία της πόλης.
2