1. Λέξη
    ενεργητικός (επίθετο) - (παρόμοια: ενεργός - ενοχλητικός - ενεργειακός - εργατικός - ενικός - ενεργώ)
  2. Συνώνυμα
    • δραστήριος
    • προσηνής
    • δυναμικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • παθητικός
    • αδρανής
    • απρόθυμος
    3
  4. Ορισμός
    • που δείχνει προθυμία και ενέργεια
    • που χαρακτηρίζεται από δράση ή κίνηση
    • που έχει την ικανότητα να ενεργεί ή να επηρεάζει
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ενεργητικός μαθητής συμμετέχει πάντα στις δραστηριότητες της τάξης.
    • Η ενεργητική συμμετοχή των πολιτών είναι απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
    • Έχει μια ενεργητική στάση απέναντι στις προκλήσεις της ζωής.
    3