Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ενεργός
-
ενοχλητικός
-
ενεργειακός
-
εργατικός
-
ενικός
-
ενεργώ
)
Συνώνυμα
δραστήριος
προσηνής
δυναμικός
3
Αντώνυμα
παθητικός
αδρανής
απρόθυμος
3
Ορισμός
που δείχνει προθυμία και ενέργεια
που χαρακτηρίζεται από δράση ή κίνηση
που έχει την ικανότητα να ενεργεί ή να επηρεάζει
3
Παραδείγματα
Ο ενεργητικός μαθητής συμμετέχει πάντα στις δραστηριότητες της τάξης.
Η ενεργητική συμμετοχή των πολιτών είναι απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Έχει μια ενεργητική στάση απέναντι στις προκλήσεις της ζωής.
3