Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιδρωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
λερωμένος
-
πληρωμένος
-
χωμένος
-
σταυρωμένος
-
αφιερωμένος
-
πιωμένος
-
ηνωμένος
-
ενωμένος
-
ενημερωμένος
)
Συνώνυμα
ζεστός
βρεγμένος
υγρός
3
Αντώνυμα
στεγνός
ξηρός
2
Ορισμός
που έχει ιδρώσει, που καλύπτεται από ιδρώτα
που έχει υγρασία λόγω ιδρώτα
2
Παραδείγματα
Ο αθλητής ήταν ιδρωμένος μετά το μαραθώνιο.
Το ιδρωμένο πανωφόρι έπρεπε να αλλάξει.
2