1. Συνώνυμα
    • ζεστός
    • βρεγμένος
    • υγρός
    3
  2. Αντώνυμα
    • στεγνός
    • ξηρός
    2
  3. Ορισμός
    • που έχει ιδρώσει, που καλύπτεται από ιδρώτα
    • που έχει υγρασία λόγω ιδρώτα
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο αθλητής ήταν ιδρωμένος μετά το μαραθώνιο.
    • Το ιδρωμένο πανωφόρι έπρεπε να αλλάξει.
    2