Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκδηλώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαπλώνομαι
-
ενώνομαι
-
εκπληρώνομαι
-
εκδίδομαι
-
απλώνομαι
-
τυφλώνομαι
-
εκτείνομαι
)
Συνώνυμα
εμφανίζομαι
προβάλλω
εκφράζομαι
δηλώνομαι
4
Αντώνυμα
κρύβομαι
αποκρύπτομαι
λανθάνω
3
Ορισμός
Εκδηλώνομαι σημαίνει να γίνομαι φανερός ή να εκφράζομαι με κάποιο τρόπο.
Να δείχνω ή να παρουσιάζω κάποια συμπεριφορά ή συναίσθημα.
Να γίνομαι αντιληπτός ή ορατός σε μια συγκεκριμένη μορφή.
3
Παραδείγματα
Η θλίψη του εκδηλώθηκε μέσα από τα δάκρυά του.
Οι διαφορές τους εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Η ασθένεια εκδηλώθηκε ξαφνικά χωρίς προηγούμενα συμπτώματα.
3