1. Λέξη
    τυφλώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: τυφλώνω - απλώνομαι - τσακώνομαι - χώνομαι - εκδηλώνομαι - εξαπλώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • χαζεύω
    • μην βλέπω
    • αγνοώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • βλέπω
    • παρατηρώ
    • αντιλαμβάνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Χάνω την όραση, γίνομαι τυφλός.
    • Μεταφορικά, δεν αντιλαμβάνομαι ή δεν κατανοώ κάτι.
    • Νιώθω έντονα συναισθήματα που με εμποδίζουν να σκεφτώ καθαρά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς τυφλώθηκε από τη γλαύκωμα.
    • Τυφλώθηκε από τη ζήλεια και δεν μπορούσε να δει την αλήθεια.
    • Μην τυφλώνεσαι από τα λεφτά και χάσεις τις αξίες σου.
    3