Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τυφλώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τυφλώνω
-
απλώνομαι
-
τσακώνομαι
-
χώνομαι
-
εκδηλώνομαι
-
εξαπλώνομαι
)
Συνώνυμα
χαζεύω
μην βλέπω
αγνοώ
3
Αντώνυμα
βλέπω
παρατηρώ
αντιλαμβάνομαι
3
Ορισμός
Χάνω την όραση, γίνομαι τυφλός.
Μεταφορικά, δεν αντιλαμβάνομαι ή δεν κατανοώ κάτι.
Νιώθω έντονα συναισθήματα που με εμποδίζουν να σκεφτώ καθαρά.
3
Παραδείγματα
Ο παππούς τυφλώθηκε από τη γλαύκωμα.
Τυφλώθηκε από τη ζήλεια και δεν μπορούσε να δει την αλήθεια.
Μην τυφλώνεσαι από τα λεφτά και χάσεις τις αξίες σου.
3