Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανθεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ανεκτικός
-
αρκτικός
-
λεκτικός
-
ανθρωπιστικός
-
αναλυτικός
-
αστικός
-
επιλεκτικός
-
προσεκτικός
-
αναπαυτικός
)
Συνώνυμα
σταθερός
δύσκαμπτος
ανίκητος
3
Αντώνυμα
ευάλωτος
εύθραυστος
αδύναμος
3
Ορισμός
που μπορεί να αντέξει σε δύσκολες συνθήκες ή πιέσεις χωρίς να υποχωρεί ή να καταρρέει
που χαρακτηρίζεται από αντοχή και σταθερότητα
2
Παραδείγματα
Το υλικό αυτό είναι πολύ ανθεκτικό και δεν σκίζεται εύκολα.
Ο αθλητής έδειξε ανθεκτικότητα και τερμάτισε τον αγώνα παρά τον τραυματισμό του.
2