1. Συνώνυμα
    • σταθερός
    • δύσκαμπτος
    • ανίκητος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευάλωτος
    • εύθραυστος
    • αδύναμος
    3
  3. Ορισμός
    • που μπορεί να αντέξει σε δύσκολες συνθήκες ή πιέσεις χωρίς να υποχωρεί ή να καταρρέει
    • που χαρακτηρίζεται από αντοχή και σταθερότητα
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το υλικό αυτό είναι πολύ ανθεκτικό και δεν σκίζεται εύκολα.
    • Ο αθλητής έδειξε ανθεκτικότητα και τερμάτισε τον αγώνα παρά τον τραυματισμό του.
    2