Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευτυχισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δυστυχισμένος
-
εθισμένος
-
εξοργισμένος
-
εξοπλισμένος
-
πεισμένος
-
σκισμένος
-
ορισμένος
-
χτισμένος
)
Συνώνυμα
χαρούμενος
ευχαριστημένος
περιχαρής
3
Αντώνυμα
δυστυχισμένος
θλιμμένος
κατηφής
3
Ορισμός
Που βιώνει ευτυχία ή ικανοποίηση.
Που χαίρεται με κάτι ή κάποιον.
2
Παραδείγματα
Ήταν ευτυχισμένος με τη νέα του δουλειά.
Ο ευτυχισμένος πατέρας κρατούσε το μωρό του.
2