Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πεπεισμένος
-
πεσμένος
-
πεινασμένος
-
περιορισμένος
-
περασμένος
-
κλεισμένος
-
πειραγμένος
-
προορισμένος
-
πολιτισμένος
-
προικισμένος
-
πιεσμένος
-
σκισμένος
-
χτισμένος
-
πεθαμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
-
πεταμένος
-
πρησμένος
-
περιστοιχισμένος
-
αποκλεισμένος
-
βασισμένος
-
ζαλισμένος
-
οργισμένος
-
χωρισμένος
-
φοβισμένος
-
ραγισμένος
-
φημισμένος
-
οπλισμένος
-
σκονισμένος
-
πετυχημένος
-
τσατισμένος
-
φορτισμένος
-
μαυρισμένος
-
κοιμισμένος
-
κερδισμένος
-
παθιασμένος
-
προκαθορισμένος
-
πιωμένος
-
σφραγισμένος
-
εξοπλισμένος
-
ευτυχισμένος
-
τσαντισμένος
-
συνηθισμένος
-
εξοργισμένος
-
απελπισμένος
-
σοκαρισμένος
-
καθορισμένος
-
θωρακισμένος
-
κανονισμένος
-
βασανισμένος
-
ασφαλισμένος
-
φυλακισμένος
)
Συνώνυμα
βεβαιωμένος
συγκατατεθειμένος
προσηλωμένος
3
Αντώνυμα
απείσθητος
διστακτικός
αμφιταλαντευόμενος
3
Ορισμός
που έχει πειστεί ή έχει αποδεχτεί κάτι με σιγουριά
που έχει διαμορφώσει μια άποψη ή πεποίθηση
2
Παραδείγματα
Είναι πεισμένος ότι η απόφασή του ήταν σωστή.
Έχει πεισθεί για τα οφέλη της υγιεινής διατροφής.
2