Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σκονισμένος
-
σκασμένος
-
θωρακισμένος
-
σοκαρισμένος
-
φυλακισμένος
-
σφραγισμένος
-
προικισμένος
-
συνηθισμένος
-
σπασμένος
-
εθισμένος
-
πεισμένος
-
χτισμένος
-
ορισμένος
-
συντονισμένος
-
σκουριασμένος
-
οργισμένος
-
φημισμένος
-
κλεισμένος
-
βασισμένος
-
φοβισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
ραγισμένος
-
συγκλονισμένος
-
στρεσαρισμένος
-
κερδισμένος
-
συγχυσμένος
-
κοιμισμένος
-
φορτισμένος
-
μαυρισμένος
-
τσατισμένος
-
πεπεισμένος
-
πεσμένος
-
στημένος
-
εξοπλισμένος
-
καθορισμένος
-
κανονισμένος
-
απελπισμένος
-
εξοργισμένος
-
προορισμένος
-
σχεδιασμένος
-
πολιτισμένος
-
ευτυχισμένος
-
βασανισμένος
-
ασφαλισμένος
-
τσαντισμένος
)
Συνώνυμα
σπασμένος
ραγισμένος
κομμένος
διαλυμένος
4
Αντώνυμα
ολόκληρος
άθικτος
ακέραιος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί σκίσιμο ή έχει διαχωριστεί σε μέρη
που έχει καταστραφεί ή έχει υποστεί ζημιά
που δείχνει έντονο συναίσθημα θλίψης ή πόνου
3
Παραδείγματα
Το σκισμένο ρούχο χρειάζεται να το ράψεις.
Έφερε ένα σκισμένο γραμματόσημο για να δείξει την αξία του.
Με σκισμένη καρδιά παρακολούθησε την αποχώρησή της.
3