1. Λέξη
    καθαρίζετε (ρήμα) - (παρόμοια: καθαρίζω - καθαρίσω - καθαρίσει - καθαρά - καθαρός - καθαρίστρια)
  2. Συνώνυμα
    • καθαρίζω
    • καθαροποιώ
    • ξεσκονίζω
    • απολυμαίνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • βρομίζω
    • μολύνω
    • λεκιάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι καθαρό, αφαιρώντας τη βρωμιά, τη σκόνη ή οποιαδήποτε ακαθαρσία.
    • Αφαιρώ τα ανεπιθύμητα στοιχεία από κάτι, ώστε να γίνει πιο καθαρό ή οργανωμένο.
    • Σε μεταφορική έννοια, απαλλάσσω από ενοχές ή αρνητικά συναισθήματα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε Σάββατο καθαρίζουμε όλο το σπίτι.
    • Ο γιατρός καθάρισε την πληγή πριν την ράψει.
    • Μετά τη συζήτηση, ένιωσα πως καθάρισα την ψυχή μου.
    3