Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαρίζετε (ρήμα) - (παρόμοια:
καθαρίζω
-
καθαρίσω
-
καθαρίσει
-
καθαρά
-
καθαρός
-
καθαρίστρια
)
Συνώνυμα
καθαρίζω
καθαροποιώ
ξεσκονίζω
απολυμαίνω
4
Αντώνυμα
βρομίζω
μολύνω
λεκιάζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι καθαρό, αφαιρώντας τη βρωμιά, τη σκόνη ή οποιαδήποτε ακαθαρσία.
Αφαιρώ τα ανεπιθύμητα στοιχεία από κάτι, ώστε να γίνει πιο καθαρό ή οργανωμένο.
Σε μεταφορική έννοια, απαλλάσσω από ενοχές ή αρνητικά συναισθήματα.
3
Παραδείγματα
Κάθε Σάββατο καθαρίζουμε όλο το σπίτι.
Ο γιατρός καθάρισε την πληγή πριν την ράψει.
Μετά τη συζήτηση, ένιωσα πως καθάρισα την ψυχή μου.
3