Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαρίσει (ρήμα) - (παρόμοια:
καθαρίσω
-
καθαρίστρια
-
καθαρίζω
-
καθαρά
-
καθαρίζετε
-
καθαρός
)
Συνώνυμα
καθαρίζω
καθαροποιώ
ξεκαθαρίζω
3
Αντώνυμα
μολύνω
βρωμίζω
ρυπαίνω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι καθαρό, να αφαιρέσω τη βρωμιά ή τις ακαθαρσίες.
Να εξαλείψω κάτι ανεπιθύμητο ή επιβλαβές.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να καθαρίσεις το δωμάτιο πριν έρθουν οι επισκέπτες.
Ο γιατρός πρότεινε να καθαρίσει την τροφή του από τα λιπαρά.
2