1. Λέξη
    καθαρίσει (ρήμα) - (παρόμοια: καθαρίσω - καθαρίστρια - καθαρίζω - καθαρά - καθαρίζετε - καθαρός)
  2. Συνώνυμα
    • καθαρίζω
    • καθαροποιώ
    • ξεκαθαρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μολύνω
    • βρωμίζω
    • ρυπαίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι καθαρό, να αφαιρέσω τη βρωμιά ή τις ακαθαρσίες.
    • Να εξαλείψω κάτι ανεπιθύμητο ή επιβλαβές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να καθαρίσεις το δωμάτιο πριν έρθουν οι επισκέπτες.
    • Ο γιατρός πρότεινε να καθαρίσει την τροφή του από τα λιπαρά.
    2