1. Συνώνυμα
    • τακτοποιημένος
    • οργανωμένος
    • διευθετημένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ακατάστατος
    • ανοργάνωτος
    • ατακτοποίητος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει ρυθμιστεί ή οργανωθεί με συγκεκριμένο τρόπο
    • που έχει καθοριστεί ή συμφωνηθεί εκ των προτέρων
    2
  4. Παραδείγματα
    • Έχουμε ένα κανονισμένο πρόγραμμα για τη συνάντηση.
    • Οι συνθήκες της συμφωνίας είναι ήδη κανονισμένες.
    2