Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανονισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κανονισμός
-
σκονισμένος
-
καθορισμένος
-
συντονισμένος
-
δαιμονισμένος
-
κλεισμένος
-
καλεσμένος
-
συγκλονισμένος
-
καμένος
-
κερδισμένος
-
κοιμισμένος
-
καημένος
-
κανονικά
-
βασανισμένος
-
κανονικός
-
σκισμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
)
Συνώνυμα
τακτοποιημένος
οργανωμένος
διευθετημένος
3
Αντώνυμα
ακατάστατος
ανοργάνωτος
ατακτοποίητος
3
Ορισμός
που έχει ρυθμιστεί ή οργανωθεί με συγκεκριμένο τρόπο
που έχει καθοριστεί ή συμφωνηθεί εκ των προτέρων
2
Παραδείγματα
Έχουμε ένα κανονισμένο πρόγραμμα για τη συνάντηση.
Οι συνθήκες της συμφωνίας είναι ήδη κανονισμένες.
2