1. Λέξη
    καταπιώ (ρήμα) - (παρόμοια: καταπίνω - καταπακτή - καταπίεση - καταπιεσμένος - καταπάτηση)
  2. Συνώνυμα
    • καταβροχθίζω
    • καταπίνω
    • καταναλώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεραίνω
    • απορρίπτω
    • αποφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • να παίρνεις κάτι στο στόμα και να το περνάς στον οισοφάγο και στο στομάχι
    • να απορροφάς ή να καταναλώνεις πλήρως
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να καταπιείς το φάρμακο με νερό.
    • Η φωτιά κατάπιε γρήγορα το ξύλινο σπίτι.
    2