Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταπιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καταπίνω
-
καταπακτή
-
καταπίεση
-
καταπιεσμένος
-
καταπάτηση
)
Συνώνυμα
καταβροχθίζω
καταπίνω
καταναλώνω
3
Αντώνυμα
ξεραίνω
απορρίπτω
αποφεύγω
3
Ορισμός
να παίρνεις κάτι στο στόμα και να το περνάς στον οισοφάγο και στο στομάχι
να απορροφάς ή να καταναλώνεις πλήρως
2
Παραδείγματα
Πρέπει να καταπιείς το φάρμακο με νερό.
Η φωτιά κατάπιε γρήγορα το ξύλινο σπίτι.
2