1. Συνώνυμα
    • καταδυναστευμένος
    • αναγκασμένος
    • υποχειωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • ανεξάρτητος
    • απελευθερωμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Αυτός που έχει υποστεί καταπίεση, βία ή καταναγκαστικό έλεγχο.
    • Αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία ή την επιρροή άλλων χωρίς να έχει ελευθερία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο καταπιεσμένος λαός εξεγέρθηκε ενάντια στον τύραννο.
    • Οι καταπιεσμένες μειονότητες απαιτούν ίσα δικαιώματα.
    2