Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταπιεσμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πιεσμένος
-
καλεσμένος
-
καταδικασμένος
-
καταραμένος
-
καταχωρημένος
-
καμένος
-
καταπιώ
-
καταγεγραμμένος
-
πεσμένος
-
καημένος
)
Συνώνυμα
καταδυναστευμένος
αναγκασμένος
υποχειωμένος
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
ανεξάρτητος
απελευθερωμένος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει υποστεί καταπίεση, βία ή καταναγκαστικό έλεγχο.
Αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία ή την επιρροή άλλων χωρίς να έχει ελευθερία.
2
Παραδείγματα
Ο καταπιεσμένος λαός εξεγέρθηκε ενάντια στον τύραννο.
Οι καταπιεσμένες μειονότητες απαιτούν ίσα δικαιώματα.
2