Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκευάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατασκευάσω
-
κατασκευάζομαι
-
κατασκευή
-
κατασκευαστής
-
παρασκευάζω
-
κατασκευαστικός
-
κατασκεύασμα
-
κατασκοπία
-
επισκευάζω
-
καταδικάζω
)
Συνώνυμα
δημιουργώ
φτιάχνω
κατασκευάζω
συναρμολογώ
4
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
αφαιρώ
3
Ορισμός
Δημιουργώ ή φτιάχνω κάτι, συνήθως με συγκεκριμένο σκοπό ή σχέδιο.
Συναρμολογώ διάφορα μέρη για να φτιάξω ένα ολοκληρωμένο αντικείμενο.
Αναπτύσσω ή δημιουργώ μια ιδέα, ένα σχέδιο ή ένα σύστημα.
3
Παραδείγματα
Ο μηχανικός κατασκεύασε μια νέα γέφυρα για την πόλη.
Η εταιρεία κατασκευάζει ηλεκτρονικές συσκευές υψηλής τεχνολογίας.
Ο καλλιτέχνης κατασκεύασε ένα γλυπτό από μέταλλο και ξύλο.
3