1. Συνώνυμα
    • δημιουργώ
    • φτιάχνω
    • κατασκευάζω
    • συναρμολογώ
    4
  2. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • αφαιρώ
    3
  3. Ορισμός
    • Δημιουργώ ή φτιάχνω κάτι, συνήθως με συγκεκριμένο σκοπό ή σχέδιο.
    • Συναρμολογώ διάφορα μέρη για να φτιάξω ένα ολοκληρωμένο αντικείμενο.
    • Αναπτύσσω ή δημιουργώ μια ιδέα, ένα σχέδιο ή ένα σύστημα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο μηχανικός κατασκεύασε μια νέα γέφυρα για την πόλη.
    • Η εταιρεία κατασκευάζει ηλεκτρονικές συσκευές υψηλής τεχνολογίας.
    • Ο καλλιτέχνης κατασκεύασε ένα γλυπτό από μέταλλο και ξύλο.
    3