Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκευάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατασκευάζω
-
κατασκευή
-
κατασκευάζομαι
-
κατασκευαστής
-
κατασκευαστικός
-
κατασκεύασμα
-
κατασχέσω
-
καταστήσω
-
καταδικάσω
-
κατασκοπία
-
επισκευάσω
)
Συνώνυμα
φτιάχνω
δημιουργώ
κατασκευάζω
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
αφαιρώ
3
Ορισμός
να φτιάξω κάτι, να το δημιουργήσω από βασικά υλικά ή συστατικά
να αναπτύξω ή να σχεδιάσω κάτι με προσεκτικό σχεδιασμό
2
Παραδείγματα
Θα κατασκευάσω ένα νέο τραπέζι για το σπίτι μου.
Ο μηχανικός θα κατασκευάσει ένα πρωτότυπο μοντέλο για την έρευνα.
2