1. Συνώνυμα
    • φτιάχνω
    • δημιουργώ
    • κατασκευάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • αφαιρώ
    3
  3. Ορισμός
    • να φτιάξω κάτι, να το δημιουργήσω από βασικά υλικά ή συστατικά
    • να αναπτύξω ή να σχεδιάσω κάτι με προσεκτικό σχεδιασμό
    2
  4. Παραδείγματα
    • Θα κατασκευάσω ένα νέο τραπέζι για το σπίτι μου.
    • Ο μηχανικός θα κατασκευάσει ένα πρωτότυπο μοντέλο για την έρευνα.
    2