Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστροφικός (επίθετο) - (παρόμοια:
καταστροφή
-
καταστροφέας
-
τροφικός
-
κατασκευαστικός
-
καταστρέψω
-
καταστραφώ
-
καταστρέφω
-
καταστατικό
-
διατροφικός
-
καταστεί
)
Συνώνυμα
ολέθριος
χαλαστικός
απωθητικός
3
Αντώνυμα
εποικοδομητικός
ωφέλιμος
θετικός
3
Ορισμός
που προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει μεγάλη καταστροφή ή ζημιά
που σχετίζεται με ή προκαλεί καταστροφή
που έχει αρνητικές συνέπειες
3
Παραδείγματα
Ο τυφώνας είχε καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή.
Η απόφασή του αποδείχθηκε καταστροφική για την επιχείρηση.
Μια καταστροφική πυρκαγιά κατέστρεψε το δάσος.
3