1. Συνώνυμα
    • ολέθριος
    • χαλαστικός
    • απωθητικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • εποικοδομητικός
    • ωφέλιμος
    • θετικός
    3
  3. Ορισμός
    • που προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει μεγάλη καταστροφή ή ζημιά
    • που σχετίζεται με ή προκαλεί καταστροφή
    • που έχει αρνητικές συνέπειες
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο τυφώνας είχε καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή.
    • Η απόφασή του αποδείχθηκε καταστροφική για την επιχείρηση.
    • Μια καταστροφική πυρκαγιά κατέστρεψε το δάσος.
    3