Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστροφέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταστροφή
-
καταστροφικός
-
καταστρέφω
-
καταστρέψω
-
καταστραφώ
-
καταγραφέας
-
καταστεί
-
καταστρέψεις
-
καταστολή
-
καταστήσω
)
Συνώνυμα
εξολοθρευτής
αφανιστής
καταστροφέας
3
Αντώνυμα
δημιουργός
σωτήρας
προστάτης
3
Ορισμός
Αυτός που προκαλεί καταστροφή ή ολοσχερή εξαφάνιση.
Πρόσωπο ή πράγμα που φέρνει μεγάλη καταστροφή ή ζημιά.
Στην τεχνολογία, πρόγραμμα ή συσκευή που προκαλεί ζημιές σε άλλα συστήματα ή δεδομένα.
3
Παραδείγματα
Ο πολέμος ήταν ένας καταστροφέας ολόκληρων πόλεων.
Ο ιός του υπολογιστή ήταν ένας πραγματικός καταστροφέας των αρχείων μου.
Οι καταστροφείς της φύσης πρέπει να τιμωρούνται.
3