Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκλειδώνω
-
κλειδώνομαι
-
κλειδώση
-
κλειδώσω
-
κλειδί
-
κλειδαριά
-
κλειδαράς
)
Συνώνυμα
κλείνω
αποκλείω
μπλοκάρω
3
Αντώνυμα
ανοίγω
ξεκλειδώνω
απελευθερώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην μπορεί να ανοίξει ή να κινηθεί χρησιμοποιώντας ένα κλειδί ή άλλο μηχανισμό.
Κρατάω κάποιον ή κάτι σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή κατάσταση, χωρίς δυνατότητα εξόδου.
Κλείνω με κλειδί ή άλλο τρόπο για ασφάλεια.
3
Παραδείγματα
Θα κλειδώσω την πόρτα όταν φύγω.
Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις το αυτοκίνητο.
Ο φυλακισμένος κλειδώθηκε στο κελί του.
3