Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρφωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μορφωμένος
-
καμένος
-
καημένος
-
καλωδιωμένος
-
καλεσμένος
-
καλυμμένος
-
χωμένος
-
κλειδωμένος
-
καταραμένος
)
Συνώνυμα
σταθερός
προσηλωμένος
σφιχτός
3
Αντώνυμα
χαλαρός
αποσπώμενος
κουνισμένος
3
Ορισμός
Που έχει καρφωθεί ή στερεωθεί με καρφί.
Που είναι σταθερά τοποθετημένος σε μια θέση.
Που είναι ακίνητος ή αμετακίνητος.
3
Παραδείγματα
Ο πίνακας ήταν καρφωμένος στον τοίχο.
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο θέαμα.
Η σημαία ήταν καρφωμένη στην κορυφή του πυλώνα.
3