1. Συνώνυμα
    • σταθερός
    • προσηλωμένος
    • σφιχτός
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαλαρός
    • αποσπώμενος
    • κουνισμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει καρφωθεί ή στερεωθεί με καρφί.
    • Που είναι σταθερά τοποθετημένος σε μια θέση.
    • Που είναι ακίνητος ή αμετακίνητος.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο πίνακας ήταν καρφωμένος στον τοίχο.
    • Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο θέαμα.
    • Η σημαία ήταν καρφωμένη στην κορυφή του πυλώνα.
    3