1. Συνώνυμα
    • κλοπιασμένος
    • αρπαγμένος
    2
  2. Αντώνυμα
    • νόμιμος
    • καθαρός
    2
  3. Ορισμός
    • Αυτός που έχει κλαπεί ή έχει αποκτηθεί με κλοπή.
    • Αυτός που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του να έχει κλαπεί.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο κλεμμένος πορτοφόλος βρέθηκε σε ένα παγκάκι.
    • Το κλεμμένο αυτοκίνητο ανακαλύφθηκε σε μια αποθήκη.
    2