Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλεμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κλεισμένος
-
κλειδωμένος
-
κρυμμένος
-
καλυμμένος
-
καμένος
-
θαμμένος
-
καημένος
-
βαμμένος
)
Συνώνυμα
κλοπιασμένος
αρπαγμένος
2
Αντώνυμα
νόμιμος
καθαρός
2
Ορισμός
Αυτός που έχει κλαπεί ή έχει αποκτηθεί με κλοπή.
Αυτός που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του να έχει κλαπεί.
2
Παραδείγματα
Ο κλεμμένος πορτοφόλος βρέθηκε σε ένα παγκάκι.
Το κλεμμένο αυτοκίνητο ανακαλύφθηκε σε μια αποθήκη.
2