1. Λέξη
    κλειδώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: κλειδώνω - κλείνομαι - κλειδώση - κλειδώσω - κλειδί - καρφώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • κλείνομαι
    • αποκλείομαι
    • ασφαλίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοίγομαι
    • ξεκλειδώνομαι
    • απελευθερώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • να κλείνω με κλειδί
    • να μην μπορώ να κινηθώ ελεύθερα
    • να περιορίζομαι σε ένα χώρο ή κατάσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το σπίτι κλειδώνεται κάθε βράδυ.
    • Μετά το ατύχημα, κλειδώθηκα στο σπίτι για εβδομάδες.
    • Ο υπολογιστής κλειδώνεται με κωδικό.
    3