Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μαζεμένος
-
ματωμένος
-
δεμένος
-
μαυρισμένος
-
μπερδεμένος
)
Συνώνυμα
γοητευμένος
μαγευμένος
γοητευτικός
3
Αντώνυμα
απογοητευμένος
απομαγευμένος
2
Ορισμός
που έχει επηρεαστεί από γοητεία ή μαγεία
που έχει γοητευτεί ή έχει καταληφθεί από έναν ισχυρό έρωτα ή έλξη
2
Παραδείγματα
Ήταν μαγεμένος από την ομορφιά της.
Ο μαγεμένος πρίγκιπας δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο.
2