Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαζεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μαγεμένος
-
ματωμένος
-
δεμένος
-
μαυρισμένος
-
μπερδεμένος
)
Συνώνυμα
συγκεντρωμένος
οργανωμένος
συλλεγμένος
3
Αντώνυμα
αποσπασμένος
χαλαρός
ασυγκρότητος
3
Ορισμός
που έχει συγκεντρωθεί ή συλλεχθεί σε ένα σημείο
που χαρακτηρίζεται από τάξη και οργάνωση
2
Παραδείγματα
Οι μαζεμένοι χαρτομάντηλοι βρίσκονται στο τραπέζι.
Η μαζεμένη δουλειά του φαίνεται στα αποτελέσματα.
2