1. Λέξη
    μαζεμένος (επίθετο) - (παρόμοια: μαγεμένος - ματωμένος - δεμένος - μαυρισμένος - μπερδεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • συγκεντρωμένος
    • οργανωμένος
    • συλλεγμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσπασμένος
    • χαλαρός
    • ασυγκρότητος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει συγκεντρωθεί ή συλλεχθεί σε ένα σημείο
    • που χαρακτηρίζεται από τάξη και οργάνωση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι μαζεμένοι χαρτομάντηλοι βρίσκονται στο τραπέζι.
    • Η μαζεμένη δουλειά του φαίνεται στα αποτελέσματα.
    2