Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεμονωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απομονωμένος
-
ενωμένος
-
ηνωμένος
-
ματωμένος
-
μορφωμένος
-
μεθυσμένος
)
Συνώνυμα
απομονωμένος
μοναχικός
αποκομμένος
3
Αντώνυμα
κοινωνικός
ενωμένος
συγκεντρωμένος
3
Ορισμός
που βρίσκεται ή ζει μόνος του, χωρίς επαφή με άλλους
που έχει αποκοπεί από τους γύρω του ή από μια ομάδα
που δεν έχει σχέση ή σύνδεση με άλλα πράγματα ή άτομα
3
Παραδείγματα
Ο μεμονωμένος καφές του πρωινού ήταν η μόνη του απόλαυση.
Ζούσε σε μια μεμονωμένη καλύβα στο βουνό.
Η μεμονωμένη πράξη του δεν αντιπροσώπευε τη γνώμη όλων.
3