1. Λέξη
    μεμονωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: απομονωμένος - ενωμένος - ηνωμένος - ματωμένος - μορφωμένος - μεθυσμένος)
  2. Συνώνυμα
    • απομονωμένος
    • μοναχικός
    • αποκομμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοινωνικός
    • ενωμένος
    • συγκεντρωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που βρίσκεται ή ζει μόνος του, χωρίς επαφή με άλλους
    • που έχει αποκοπεί από τους γύρω του ή από μια ομάδα
    • που δεν έχει σχέση ή σύνδεση με άλλα πράγματα ή άτομα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μεμονωμένος καφές του πρωινού ήταν η μόνη του απόλαυση.
    • Ζούσε σε μια μεμονωμένη καλύβα στο βουνό.
    • Η μεμονωμένη πράξη του δεν αντιπροσώπευε τη γνώμη όλων.
    3