Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοναχικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μοναδικός
-
μοναχός
-
μονωτικός
-
μοναχή
-
μοναχογιός
-
μουσικός
)
Συνώνυμα
μοναχικός
απομονωμένος
μονότροπος
3
Αντώνυμα
κοινωνικός
εξωστρεφής
φιλικός
3
Ορισμός
που ζει ή βρίσκεται μόνος, χωρίς παρέα
που χαρακτηρίζεται από την απομόνωση ή την έλλειψη κοινωνικών επαφών
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι πολύ μοναχικός άνθρωπος και προτιμά να περνάει τον χρόνο του μόνος.
Η μοναχική ζωή στο βουνό του άρεσε πολύ, γιατί του έδινε ηρεμία.
2