1. Λέξη
    μοναχικός (επίθετο) - (παρόμοια: μοναδικός - μοναχός - μονωτικός - μοναχή - μοναχογιός - μουσικός)
  2. Συνώνυμα
    • μοναχικός
    • απομονωμένος
    • μονότροπος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοινωνικός
    • εξωστρεφής
    • φιλικός
    3
  4. Ορισμός
    • που ζει ή βρίσκεται μόνος, χωρίς παρέα
    • που χαρακτηρίζεται από την απομόνωση ή την έλλειψη κοινωνικών επαφών
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι πολύ μοναχικός άνθρωπος και προτιμά να περνάει τον χρόνο του μόνος.
    • Η μοναχική ζωή στο βουνό του άρεσε πολύ, γιατί του έδινε ηρεμία.
    2