1. Λέξη
    περιστοιχισμένος (επίθετο) - (παρόμοια: περιορισμένος - πεισμένος - περασμένος - πεπεισμένος - πεσμένος - προορισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • περικυκλωμένος
    • αποκλεισμένος
    • πολιορκημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • απεριόριστος
    • ανοιχτός
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει περικυκλωθεί από κάτι ή κάποιον.
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση απομόνωσης λόγω εξωτερικών παραγόντων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατός ήταν περιστοιχισμένος από εχθρικές δυνάμεις.
    • Η πόλη ήταν περιστοιχισμένη λόγω της κακοκαιρίας.
    2