Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεπεισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πεισμένος
-
πεινασμένος
-
πεσμένος
-
περιορισμένος
-
κλεισμένος
-
περασμένος
-
πειραγμένος
-
προικισμένος
-
προορισμένος
-
πολιτισμένος
-
περιστοιχισμένος
-
πεθαμένος
-
ορισμένος
-
χτισμένος
-
σκισμένος
-
πιεσμένος
-
πεταμένος
-
πρησμένος
-
εθισμένος
-
αποκλεισμένος
-
φημισμένος
-
φοβισμένος
-
οπλισμένος
-
ραγισμένος
-
ζαλισμένος
-
βασισμένος
-
οργισμένος
-
χωρισμένος
)
Συνώνυμα
βεβαιωμένος
διατεθειμένος
εμπιστευτικός
3
Αντώνυμα
αβέβαιος
διστακτικός
αμφιταλαντευόμενος
3
Ορισμός
που έχει σχηματίσει γνώμη ή πίστη για κάτι και δεν αμφιβάλλει
που έχει πεισθεί για την αλήθεια ή την ορθότητα κάποιου πράγματος
που δείχνει σιγουριά και πίστη σε κάτι
3
Παραδείγματα
Είναι πεπεισμένος ότι η απόφασή του ήταν η σωστή.
Έχει μείνει πεπεισμένος για την αθωότητά του.
Ο πεπεισμένος τρόπος που μίλησε έκανε όλους να τον πιστέψουν.
3