1. Συνώνυμα
    • βεβαιωμένος
    • διατεθειμένος
    • εμπιστευτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • αβέβαιος
    • διστακτικός
    • αμφιταλαντευόμενος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει σχηματίσει γνώμη ή πίστη για κάτι και δεν αμφιβάλλει
    • που έχει πεισθεί για την αλήθεια ή την ορθότητα κάποιου πράγματος
    • που δείχνει σιγουριά και πίστη σε κάτι
    3
  4. Παραδείγματα
    • Είναι πεπεισμένος ότι η απόφασή του ήταν η σωστή.
    • Έχει μείνει πεπεισμένος για την αθωότητά του.
    • Ο πεπεισμένος τρόπος που μίλησε έκανε όλους να τον πιστέψουν.
    3