1. Συνώνυμα
    • καθορισμένος
    • ορισμένος
    • προκαθορισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροσδιόριστος
    • αόριστος
    • τυχαίος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει καθοριστεί ή οριστεί εκ των προτέρων
    • που έχει προγραμματιστεί για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
    • που αναφέρεται σε κάτι που έχει προβλεφθεί ή προβληθεί
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο προορισμένος χρόνος για την ολοκλήρωση του έργου είναι το τέλος του μήνα.
    • Η προορισμένη διαδρομή μας περιλαμβάνει στάσεις σε τρεις πόλεις.
    • Ο προορισμένος στόχος της συνάντησης είναι η επίλυση των τρεχουσών θεμάτων.
    3