Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προορισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προκαθορισμένος
-
ορισμένος
-
προικισμένος
-
προορισμός
-
περιορισμένος
-
καθορισμένος
-
πρησμένος
-
πεισμένος
-
προβληματισμένος
-
προηγμένος
-
χωρισμένος
-
προδομένος
-
προγραμματισμένος
-
πεπεισμένος
-
μαυρισμένος
-
προσχεδιασμένος
-
πεσμένος
-
σοκαρισμένος
-
πολιτισμένος
-
προχωρημένος
-
περιστοιχισμένος
-
χτισμένος
-
εθισμένος
-
σκισμένος
-
πιεσμένος
)
Συνώνυμα
καθορισμένος
ορισμένος
προκαθορισμένος
3
Αντώνυμα
απροσδιόριστος
αόριστος
τυχαίος
3
Ορισμός
που έχει καθοριστεί ή οριστεί εκ των προτέρων
που έχει προγραμματιστεί για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
που αναφέρεται σε κάτι που έχει προβλεφθεί ή προβληθεί
3
Παραδείγματα
Ο προορισμένος χρόνος για την ολοκλήρωση του έργου είναι το τέλος του μήνα.
Η προορισμένη διαδρομή μας περιλαμβάνει στάσεις σε τρεις πόλεις.
Ο προορισμένος στόχος της συνάντησης είναι η επίλυση των τρεχουσών θεμάτων.
3