Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πουλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πουλάσκι
-
πουλάω
-
πουλάρι
-
πουλάνε
-
πουλάτε
-
πουλί
-
πουλώ
-
σακουλάκι
-
ξυλάκι
-
αυλάκι
)
Συνώνυμα
νεοσσός
μικρό πουλί
2
Αντώνυμα
γεράκι
αετός
2
Ορισμός
Μικρό πουλί, ειδικά όταν είναι ακόμα νεοσσός.
Ενδημικός όρος για τα μικρά πτηνά.
2
Παραδείγματα
Το πουλάκι κελαηδούσε πάνω στο κλαδί.
Βρήκα ένα πουλάκι που είχε πέσει από τη φωλιά του.
2