Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσχεδιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σχεδιασμένος
-
αηδιασμένος
-
παθιασμένος
-
προορισμένος
-
προικισμένος
-
πρησμένος
)
Συνώνυμα
σχεδιασμένος
προμελετημένος
προετοιμασμένος
3
Αντώνυμα
απροετοίμαστος
απροσδόκητος
απρογραμμάτιστος
3
Ορισμός
που έχει προετοιμαστεί ή σχεδιαστεί εκ των προτέρων
που έχει οργανωθεί ή προγραμματιστεί με προσοχή πριν από την εκτέλεση
2
Παραδείγματα
Η ομιλία του ήταν εντελώς προσχεδιασμένη και όχι αυθόρμητη.
Το ταξίδι μας ήταν πολύ καλά προσχεδιασμένο, οπότε όλα πήγαν όπως τα περιμέναμε.
2