1. Λέξη
    προσχεδιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια: σχεδιασμένος - αηδιασμένος - παθιασμένος - προορισμένος - προικισμένος - πρησμένος)
  2. Συνώνυμα
    • σχεδιασμένος
    • προμελετημένος
    • προετοιμασμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροετοίμαστος
    • απροσδόκητος
    • απρογραμμάτιστος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει προετοιμαστεί ή σχεδιαστεί εκ των προτέρων
    • που έχει οργανωθεί ή προγραμματιστεί με προσοχή πριν από την εκτέλεση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ομιλία του ήταν εντελώς προσχεδιασμένη και όχι αυθόρμητη.
    • Το ταξίδι μας ήταν πολύ καλά προσχεδιασμένο, οπότε όλα πήγαν όπως τα περιμέναμε.
    2