Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προικισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προορισμένος
-
προκαθορισμένος
-
πεισμένος
-
πρησμένος
-
σκισμένος
-
προβληματισμένος
-
προδομένος
-
προηγμένος
-
προγραμματισμένος
-
πεπεισμένος
-
προσχεδιασμένος
-
πεσμένος
-
προχωρημένος
-
φυλακισμένος
-
νοικιασμένος
-
πολιτισμένος
-
θωρακισμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
-
πιεσμένος
-
χτισμένος
)
Συνώνυμα
πλούσιος
ευκατάστατος
προικιούχος
3
Αντώνυμα
φτωχός
απροίκιστος
αδύνατος
3
Ορισμός
Που διαθέτει μεγάλη περιουσία ή προίκα.
Που έχει ευνοϊκές συνθήκες ή ικανότητες.
2
Παραδείγματα
Ο γαμπρός ήταν πολύ προικισμένος και έδωσε μεγάλη προίκα.
Η περιοχή είναι προικισμένη με πλούσια φυσική ομορφιά.
2