1. Συνώνυμα
    • πλούσιος
    • ευκατάστατος
    • προικιούχος
    3
  2. Αντώνυμα
    • φτωχός
    • απροίκιστος
    • αδύνατος
    3
  3. Ορισμός
    • Που διαθέτει μεγάλη περιουσία ή προίκα.
    • Που έχει ευνοϊκές συνθήκες ή ικανότητες.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο γαμπρός ήταν πολύ προικισμένος και έδωσε μεγάλη προίκα.
    • Η περιοχή είναι προικισμένη με πλούσια φυσική ομορφιά.
    2