1. Συνώνυμα
    • μπερδεύομαι
    • ζαλίζομαι
    • χαζεύω
    3
  2. Αντώνυμα
    • καταλαβαίνω
    • διαυγάζω
    • διαφωτίζομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι καθαρά ή να καταλαβαίνω κάτι.
    • Νιώθω σύγχυση ή αμηχανία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Σκοτίστηκα με όλα αυτά τα πολύπλοκα μαθηματικά προβλήματα.
    • Μη με ρωτάς τώρα, σκοτίστηκα και δεν θυμάμαι τι έγινε.
    2