Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοτίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σκίζομαι
-
σκοτώνομαι
-
σχετίζομαι
-
σκαρφίζομαι
-
χτίζομαι
-
σχηματίζομαι
-
σκοτία
-
ταυτίζομαι
-
στηρίζομαι
-
σώζομαι
-
τσαντίζομαι
-
συνεχίζομαι
)
Συνώνυμα
μπερδεύομαι
ζαλίζομαι
χαζεύω
3
Αντώνυμα
καταλαβαίνω
διαυγάζω
διαφωτίζομαι
3
Ορισμός
Χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι καθαρά ή να καταλαβαίνω κάτι.
Νιώθω σύγχυση ή αμηχανία.
2
Παραδείγματα
Σκοτίστηκα με όλα αυτά τα πολύπλοκα μαθηματικά προβλήματα.
Μη με ρωτάς τώρα, σκοτίστηκα και δεν θυμάμαι τι έγινε.
2