Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεχίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεχίζω
-
συνεχής
-
συνεχώς
-
συνεχίζομαι
-
συνεχεία
)
Συνώνυμα
προχωρώ
εξακολουθώ
συνεχίζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
διακόπτω
τερματίζω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι χωρίς διακοπή.
Να παραμένω σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο εξωτερικό.
Πρέπει να συνεχίσεις να προσπαθείς, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.
2