1. Λέξη
    συνεχίσω (ρήμα) - (παρόμοια: συνεχίζω - συνεχής - συνεχώς - συνεχίζομαι - συνεχεία)
  2. Συνώνυμα
    • προχωρώ
    • εξακολουθώ
    • συνεχίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • διακόπτω
    • τερματίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι χωρίς διακοπή.
    • Να παραμένω σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο εξωτερικό.
    • Πρέπει να συνεχίσεις να προσπαθείς, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.
    2