1. Λέξη
    συνεχεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνεχής - συνεχώς - συνεχίζω - συνεδρία - συνοδεία - συνεχίσω)
  2. Συνώνυμα
    • εξέλιξη
    • διαδοχή
    • συνέχεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • διακοπή
    • τερματισμός
    • παύση
    3
  4. Ορισμός
    • η ενέργεια ή η κατάσταση του να συνεχίζεται κάτι χωρίς διακοπή
    • η ακολουθία γεγονότων ή πράξεων που ακολουθούν το ένα το άλλο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνεχεία της ιστορίας θα δημοσιευτεί την επόμενη εβδομάδα.
    • Η συνεχεία των βροχών προκάλεσε πλημμύρες στην περιοχή.
    2